Archive | Φεβρουαρίου 2011

Λιτανεία στο δρόμο της μοναξιάς

Υπάρχει ένα ιατρικό στατιστικό που μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς με περισσότερους από δύο τρόπους. Ένα, μάλλον, παραπλανητικό στατιστικό. Τι λέει αυτό? Ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου. Πες μου ότι το ήξερες… Μα, φυσικά και το ήξερες! Γι’ αυτό και αποφεύγεις να κοιμάσαι πια τα βράδια. Σε βλέπω.

Όλοι όσοι κλείνουν τα μάτια κινδυνεύουν δηλαδή να πεθάνουν περισσότερο από ότι οι υπόλοιποι? Το 1/3 της ζωής του ο άνθρωπος το περνάει κοιμώμενος (και μερικοί πολύ περισσότερο!), είναι επομένως κάτι πραγματικά σημαντικό που έχει να μας πει η στατιστική αυτή ή κάποιος πειραγμένος ιατρός ήθελε να αποδείξει ότι ξέρει από στατιστική και SPSS? Απαντάω αντιστρέφοντας το ερώτημα. Όλοι όσοι έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, είναι σίγουρο ότι ζούν?

Πάντοτε μου άρεσε να πηγαίνω στον επιτάφιο. Τόσα χρόνια, νομίζω πως είναι από τα ελάχιστα πράγματα που κάνω κάθε χρόνο ανελλιπώς. Η αίσθηση αυτή της λιτανείας, το θυμίαμα στον αέρα, το ομαδικό βάδισμα των ανθρώπων με παραπέμπει κάθε φορά σε μια άλλη εποχή. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν περισσότερο με λιγότερα. Που η αγάπη ήταν κάτι ιερό και ο άνθρωπος έβλεπε τον άλλον στα μάτια όταν τού μιλούσε. Που τα παιδικά γέλια στις αυλές των σπιτιών δεν καλύπονταν από τις τρομακτικές ειδησεοκραυγές των τηλεοράσεων. Και που τα μάγια λύνονταν πάντα, αν απλά έδενες κόμπο τα δάχτυλά σου και έλεγες μέσα σου μια μυστική προσευχή.

Τι αξία έχει αλήθεια ένα ζευγάρι χέρια, αν δεν πιάνονται?

Τι αξία έχει ένα ζευγάρι χείλη, αν δεν σμίγουν με τα δικά σου?

Και τι αξία είχε ποτέ ένα ζευγάρι μάτια, αν δεν σε κοιτάζει κατάματα, λίγο πριν βασιλέψουν τα βλέφαρά του?

 

 

 

Restart

Καθετί που συμβαίνει έχει και την εξήγησή του. Λένε! Για καθετί που γίνεται υπάρχει κάποιο καλά προμελετημένο σχέδιο. Λένε! Ο χρόνος που περνάει είναι πάντοτε υπέρ σου. Λένε! Για τα μάτια σου που έχουν γίνει κόκκινα? Λένε τίποτα? Δεν λένε.

Σκέφτομαι ένα χαλαρό-εφηβικό-καλοκαιρινό απόγευμα. Μεσημεράκι και ο ήλιος σιγά σιγά λέει να πέσει. Αθλητική φορμούλα, μπάλα μπάσκετ στο χέρι και 3-4 απαραίτητα τηλέφωνα. Ποτάμι ο ιδρώτας και τα γέλια. Μπανάκι. Μουσική στη διαπασών. Προετοιμασία για τη βραδινή έξοδο. Που θα πάμε, τι θα πούμε, τι θα ΣΧΕΔΙΑΣΟΥΜΕ.

Υπάρχει ένα πλήκτρο με ένα σύμβολο πάνω στο σώμα σου, που μοιάζει με μισοτελειωμένο Φ. Κάθε άνθρωπος το έχει σε διαφορετικό σημείο και μόνο ο ίδιος μπορεί να το ανακαλύψει. Τις περισσότερες φορές δεν το βλέπεις ποτέ. Δεν μαθαίνεις καν που είναι. Αλλά το έχεις. Και όταν το ενεργοποιήσεις, είτε εκούσια είτε ακούσια, κάνεις ότι κάνει κι ένας υπολογιστής: restart.

Η φυσική απόσταση δεν με φόβισε ποτέ. Είναι κάτι που πραγματικά δεν τρομάζει έναν άντρα που αγαπά. Πόσα θα ζήσει κανείς σε αυτή τη ζωή? Πόσα θα προλάβει να ζήσει?Πίκρες, χαρές, έρωτα, ζήλιες, αγάπη. Να τα ζήσει όμως! Η ψυχική απόσταση είναι αυτή που φέρνει πάντα δυο ανθρώπους τόσο, μα τόσο, μακριά, που ό,τι και να πει κανείς μετά είναι λίγο, δεν αρκεί. Και δυστυχώς αυτή η απόσταση, δεν δημιουργεί κενά. Δημιουργεί χάσματα.

Καμιά φορά δεν θες να κοιτάς και πολύ μακριά. Δεν σε νοιάζει το μετά. Θέλεις να ζήσεις το τώρα, το σήμερα που φεύγει! Και τι αλήθεια θέλεις από τον άλλον? Αγάπη! Μόνο αυτό, τίποτα άλλο.

Αγάπη για να στηριχτείς στα πόδια σου. Αγάπη για να νιώσεις απαραίτητος για κάποιον. Αγάπη για να αισθανθείς πως στο τέλος της ημέρας, υπάρχει κάποιος, κάπου σε αυτό τον πλανήτη που τον ενδιαφέρει τι κάνεις, πως πέρασες τη μέρα σου, πως θα περάσεις τη νύχτα σου. Και, αν έχει ευλογία που λένε και στο Άγιο Όρος, να σε πάρει ένα τηλέφωνο να σου δείξει πως όλο αυτό δεν είναι μόνο δική σου εκτίμηση, αλλά αληθινό, ζωντανό ενδιαφέρον. Και το ενδιαφέρον να γίνει σκέψη. Η σκέψη έθος. Το έθος αγάπη. Για να κλείσει ο κύκλος που άρχισε με Αγάπη και πρέπει να ολοκληρωθεί με Αγάπη.

Τόσες μέρες, τόσες εβδομάδες ψάχνομαι.

Σαν μισοτελειωμένο Φ λέει. Που θα πάει???

 

Μασκαράτα

Σ’ αυτή τη ζωή, ως γνωστόν, όλοι γνωρίζουμε τα πάντα! Κανείς δεν κάνει λάθη, κανείς δεν πληγώνεται, κανείς δεν πρέπει να ζητάει συγγνώμη για τίποτα. Η ζωή είναι ένα πανέμορφο ταξίδι. Ένα παραμύθι χωρίς δράκους, μόνο με πρίγκηπες κι αρχοντοπούλες. Και ό,τι κι αν κάνεις ΕΣΥ είναι πάντα σωστό, αρκεί να μπορείς να πείσεις και τους υπόλοιπους γι’ αυτό.

Ξέρεις αλήθεια πως μυρίζει η ελευθερία? Ξέρεις τι είναι να ξυπνάς το πρωί και να ανοίγεις το παράθυρο να μπει ο ήλιος κι ο καθαρός αέρας? Έχεις σαπίσει τόσα χρόνια, σ’ αυτή την άχαρη πόλη, ανάμεσα σε μίζερες φάτσες και συνεργάτες καρτούν. Δουλεύεις για να ζήσεις 5 ώρες τη βδομάδα. Φωτοσυνθέτεις μούχλα κι αναπαράγεις αβελτηρία. Γελάς με μικροπρέπειες και σε πικραίνει η ζωή! Σκοτώνεις μέρα με τη μέρα τη διάθεση για μια καλύτερη νύχτα, μια αληθινή νύχτα, μια δική μας νύχτα.

Τα αισθήματα είναι σαν τα μικρά παιδιά. Χαίρονται και σε κάνουν χαρούμενο. Κλαίνε και σε στενοχωρούν. Παίζουν, τρέχουν, χαλάνε κόσμο, σε αναστατώνουν με ό,τι κι αν κάνουν. Κι εσύ, κουρασμένος όσο ποτέ άλλοτε στο τέλος της ημέρας, παραδίδεσαι ευτυχισμένος με την ιδέα ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα εκεί για σένα κάθε φορά που θα επιστρέφεις. Κάθε μοναδική φορά που θα θέλεις, θα είναι εκεί για σένα.

Θέλω να χτυπήσει ένα πρωί το τηλέφωνο, ξημερώματα. Στις 3. Με απόκρυψη. Και να το έχω στο αθόρυβο. Θέλω να ξέρω πως είσαι εσύ, να το νιώθω. Να βλέπω στο σκοτεινό δωμάτιο να αναβοσβήνει προς το ταβάνι το φως της οθόνης, να ακούω τον ήχο από τη δόνηση της συσκευής πάνω στο γραφείο και να ξέρω, να το πιστεύω, να είμαι σίγουρος πως είσαι εσύ. Και να μην σηκωθώ καν να το σηκώσω. Να κλείσω τα μάτια μου ευτυχισμένος και να γυρίσω στο πλάι να σε αγκαλιάσω. Και το πρωί να ξυπνήσουμε αγκαλιασμένοι.

Από μικρός αγαπούσα τη φύση. Μου άρεσε να πηγαίνω περιπάτους, εκδρομές μέσα στην πλάση. Να παρατηρώ τα έμβια και τα άψυχα. Τα έντονα και τα απαλά. Τα όμορφα και τα άσχημα. Δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει θέση στον κόσμο αυτό. Θέση δεν έχουν οι μίζεροι και οι λίγοι. Μια αντίθεση είναι μια όμορφη διαφωνία. Μια θέση είναι μια μερική συμφωνία. Μια αγάπη είναι μια απόλυτη αρμονία. Ένα «εγώ» και ένα «εσύ», στο ίδιο περιβόλι.

Ένα περιβόλι είναι κι η ψυχή του ανθρώπου, ένας μπαξές με αισθήματα. Πας μια βόλτα, ξανάρχεσαι και όλα έχουν αλλάξει. Άλλα μου έλεγες κάποτε. Θυμάσαι?

 

Αργό ταξίδι

Πάντοτε έβλεπες όνειρα. Κάθε βράδυ! Κάθε βράδυ που ξάπλωνες και έκλεινες τα υπέροχα μάτια σου, καθόμουν και σε κοιτούσα που κοιμόσουν σαν άγγελος. Μπορούσα να περάσω ώρες εκεί, ακίνητος, πάνω από το προσκεφάλι σου να σε χαζεύω. Θα ήθελα να κρύψω ότι το έκανα σαν να μην το χόρταινα αυτό. Κι όμως το έκανα. Γιατί πάντα μου άρεσε να κοιτάω τους αγγέλους.

Δεν ξέρω ούτε κι εγώ τι θα έδινα για να αιχμαλωτίσω μια από εκείνες τις βραδιές και να τη βάζω να παίζει στον player του μυαλού μου ξανά και ξανά. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά, το δωμάτιο όμως ήταν ολόφωτο από τη λάμψη σου. Καθόμουν και κοιτούσα τα βλέφαρά σου που τρεμόπαιζαν στο μισοσκόταδο. Σίγουρα κάποιο όνειρο, σαν αργό ταξίδι του μυαλού, περνούσε μπρος από τα μάτια σου και σε παρακινούσε να ταξιδέψεις μαζί του. Και συ πεισματικά, σαν να ήξερες το μέλλον, αρνιόσουν. Έμενες στο όμορφο σκοτάδι της αγκαλιάς μου.

Το πρωί που ξυπνούσες μου έλεγες τι είδες το προηγούμενο βράδυ. Και δεν είναι ψέμα, δεν ήμουν πάντα στη σωστή διάθεση για να το ακούσω. «Ένας κακός εφιάλτης ακόμα», «μια παγίδα του μυαλού…», «θα περάσει…», «ξέχνα το τώρα…». Τόσα και τόσα, κι όμως ήσουν εκεί. Αυτό σε περιτριγύριζε, εσύ αμυνόσουν, εγώ αργοπέθαινα αμέριμνος.

Κάθε βράδυ το μυαλό σου γέμιζαν ιδέες, ματιές, σκιές. Κάθε πρωί έβλεπα τον κόσμο στα μάτια σου και χαμογελούσα συγκαταβατικά. Και περπάτησες τόσο μακριά, τόσο πολύ μακριά, και είχε τόσο αέρα εκεί ψηλά που ήμουν εγώ που πραγματικά δεν σε άκουγα. Λες και ανεβαίναμε μαζί το λοφάκι, να βρούμε εκείνο το κρυμμένο σπήλαιο του νησιού, κι εγώ απομακρύνθηκα. Όχι πολύ! Αρκετά όμως για να μην μπορώ να σε ακούσω.

Κι ήρθε κι εκείνο το βράδυ. Εκείνη τη νύχτα είδες μόνο ένα όνειρο. Κι από τότε δεν ξανάδες. Είδες κι εμένα στο όνειρό σου. Ταξίδευες. Αλλά εγώ δεν ήμουν μαζί σου. Είχες αρχίσει ένα ταξίδι αργό. Χωρίς επιστροφή. Χωρίς παρόν. Χωρίς εμένα.

Τι αλήθεια πίστευες? Πως θα ερχόσουν πιο κοντά μου έτσι? Πως θα άκουγες τα λόγια μου πίσω από τις λέξεις? Πως θα διάβαζες την ψυχή μου? Ήταν τάχα ένα διάλειμμα? Μήπως νομίζεις πως ήξερες τα πάντα για μένα? Πότε πρόλαβες? Και τώρα?

Ξύπνησες το πρωί και δεν είπες τίποτα. Μόνο χαμογέλασες. Με την ψυχή πικραμένη. Και παλεύεις να παντρέψεις παρελθόν, αγάπη και μέλλον.

Σε μια γραμμή, χαμένη είσαι. Περιορισμένη. Με μια κατεύθυνση χωρίς σημασία. Χαμένη! Όπως το ακούς. Σε ένα αργό ταξίδι χωρίς σκοπό. Και δεν θα ξαναδείς ποτέ την ψυχή μου να σου χαμογελάει αληθινά. Δεν θα ξαναδείς ποτέ εμένα. Ούτε καν στα όνειρά σου. Ούτε καν σαν σκιά στο ταξίδι σου.

 

 

 

Ραλάκι

Όταν κάτι σου αρέσει, σου αρέσει! Πάει και τελείωσε! Ότι κι αν σου πούνε, ό,τι κι αν σου κάνει ο άλλος, απλά σου αρέσει. Κι αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Ακόμα και αν δεν το θες. Ακόμα και αν το παλέψεις με όλη σου τη δύναμη, μετά από λίγο καιρό θα διαπιστώσεις ότι δεν ξεπερνιέται με τίποτα, είσαι εκεί και δεν πρόκειται να ξεφύγεις με τίποτα. Δεν προβλέπεται καν. Και σε κάποια παρόμοια φάση πιστεύω πως έχουμε βρεθεί όλοι μας κάποτε στη ζωή.

Σαν ραλάκι σε παλιό βιντεοπαιχνίδι της δεκαετίας του 80, η ζωή κυλά σε ρυθμούς πιο γρήγορους απ’ όσο η ψυχή μπορεί να φανταστεί. Δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι αυτή η γη γυρίζει πολύ γρήγορα, ακριβώς γιατί γυρίζεις κι εσύ μαζί της! Ξυπνάς ένα πρωί κι αναρωτιέσαι τι δουλειά έχεις εσύ σε αυτό το σώμα, τι μυαλά είναι αυτά που κουβαλάς, που είναι εκείνος ο άνθρωπος που είδες και σε μάγεψε μια νύχτα? Δεν είσαι εσύ. Αλλιώς σε είχες συνηθίσει.

Σε μια άλλη ζωή, θυμάσαι, ήσουν νούφαρο. Έπλεες ανέμελο μέσα στο νερό και περίμενες καρτερικά να ανθίσει το λουλούδι σου. Και περίμενες ευτυχισμένο. Μέσα σε έλος ήσουνα, σε βάλτο. Κι όμως. Η σκέψη ότι μια μέρα θα άνθιζες, έκανε τα πάντα γύρω σου παράδεισο.

Δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ εκείνο το πρώτο μας φιλί. Άρχισε να με πιάνει μελαγχολία. Έστιβα άδικα το μυαλό μου τόσες ώρες. Μια τόσο σπουδαία στιγμή μου διέφευγε. Ξέρω, δουλεύεις πολλές ώρες. Διαβάζεις ακόμα περισσότερες. Έχεις χιλιάδες πράγματα στο νου σου. Δικαιολογείται όμως? Κοίτα με καλά και πες μου. Δικαιολογείται?

Όσους ρώτησα μου είπαν «φύγε». Δεν βρήκα άνθρωπο να μου πει κάτι άλλο. Δεν βρήκα και άνθρωπο γενικώς όμως. Όσοι μιλάνε δεν έχουν κάτι να πουν. Κι οι ελάχιστοι που έχουν, δεν μιλάνε. Εγκλωβισμένος σαν εργαστηριακό ποντίκι για θυσία, σηκώνομαι στα δυο πισινά μου πόδια, οσφραίνομαι την ανθρώπινη παρουσία και αποσύρομαι στη γωνιά μου. Κοιτάζω με τα κόκκινα μάτια μου μέσα από τα σιδερένια κάγκελα και το μόνο που βλέπω είναι βουνά από ροκανίδια να μου κρύβουν τη θέα. Σκέφτομαι αν αυτό που πραγματικά φταίει είναι ότι είμαι σε ένα κλουβί ή ότι συναισθάνομαι την ύπαρξή του. Κι έπειτα σκέφτομαι πως το κλουβί είναι μόνο στο μυαλό μου, αφού ακόμα μπορώ και σκέφτομαι. Μπέρδεμα? Ίσως. Ας χαζέψω λίγο ακόμα το ροκανίδι. Μια μέρα ίσως φύγω από εδώ μέσα.

Ναι! Όχι ίσως. Σίγουρα. Μια μέρα όλα θα είναι αλλιώς.

Μια μέρα οι νότες δεν θα θέλουν να στηριχτούν στο πεντάγραμμο.

Μια μέρα θα ξημερώσει ο ήλιος που χαμογελούσε μέσα στα μάτια μας.

Μια μέρα θα έρθω και θα σε πάρω να φύγουμε. Δεν ξέρω ποια μέρα ακριβώς. Δεν ξέρω ούτε καν που θα πάμε. Ξέρω όμως ότι θα έρθω. Κι αν είσαι ακόμα εκεί, θα φύγουμε…