Archive | Μαρτίου 2012

Τη νύχτα που όλα τα μάγια λύνονται

Κι έρχεται τελικά κι εκείνη η περίεργη στιγμή που πρέπει να πάρεις μία απόφαση. Μία μόνο απόφαση!

Καλή… Κακή… Δύσκολη….

Πάντως πρέπει να την πάρεις!

Για μια ιστορία που ο επίλογός της είναι λέξη που δεν λέει να βγει από τα στεγνά μας χείλη.

Δύο καρδιές ραγισμένες απ’ άκρη σ’ άκρη.

Δύο κόσμοι χωριστοί, σαν ποτέ να μην είδε ο ένας το ξημέρωμα του άλλου.

Όσο πιο κοντά προσκολλημένοι υπήρξαν, τόσο δυνατότερη η ρωγμή που έκανε ο ένας στον άλλο την «ημέρα μηδέν».

Και ξέρεις ε? Τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι τόσο ενοχλητικό όσο το να σου υπαγορεύουν τι πρέπει να κάνεις. Ειδικά εάν έχεις παλέψει μια ολόκληρη ζωή ολομόναχος κι έχεις πετύχει να κοιτιέσαι στον καθρέφτη ΕΥΘΕΙΑ.

Τα όνειρά σου είναι η ζωή σου. Κι όσα περισσότερα πραγμάτωσες στα χρόνια που έζησες, τόσο περισσότερο έζησες.

Και η ζωή δεν είναι ποτέ ποσότητα. Είναι ποιότητα.

Αν ρωτήσεις έναν ώριμο άνθρωπο κάτι που θυμάται από τη ζωή του πολύ ευχάριστα, έχεις πραγματικά πολλές πιθανότητες να ακούσεις μια περιγραφή του τύπου «Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στ….». Αυτό είναι. Δεν θέλεις κάτι άλλο. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!

Η ζωή είναι ένα καλοκαίρι!

Κι εσύ, ένα αστέρι που βγαίνει καθε βράδυ και ξαγρυπνά σε μια ερημική παραλία με φοινικόδεντρα.

Κάπου σ’ ένα νησάκι χωρίς όνομα.

Μακριά.

Πολύ μακριά.

Εκεί που ποτέ δεν πήγαμε.

Μια μέρα η αγάπη θά ‘ρθει να σε βρει. Τη μέρα που θα σπάσεις ΕΣΥ τις αλυσίδες σου.

Μια νύχτα θα σου το θυμίσει. Τη νύχτα που όλα τα μάγια λύνονται, θα σου το θυμίσει.

Πως κάποτε αγγιχτήκαμε!

Νιώσαμε!

Ζήσαμε!

Κι έπειτα, σαν ξένοι ανάμεσα σε ξένους, τραβήξαμε τους δικούς μας, ξεχωριστούς δρόμους στο πουθενά…

Ίσως ποτέ

Τι μέρα κι αυτή! Ένας ήλιος αληθινή ζωγραφιά. Μια θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι. Αεράκι και ζέστη. Τι να σου θυμίζουν άραγε κάτι τέτοιες μέρες νόστου? Καφές στην παραλία. Κουβέντα για όλα. Κουβέντα για το αύριο. Κουβέντα για την κουβέντα. Κουβέντα γιατί απλά μας έλειψε.

Περιμέναμε το χειμώνα φέτος και μας ήρθε διπλός! Θα κρυώναμε, το ξέραμε, αλλά τελικά… παγώσαμε! Και τώρα που προσμένουμε με ανυπομονησία την άνοιξη, ήρθε ΣΗΜΕΡΑ το καλοκαίρι και μας έκαψε. Σου θυμίζει κάτι? Ή να το κάνω πιο λιανά?

Η απώλεια του εαυτού. Αυτή είναι η σημαντικότερη απώλεια. Μέρα με τη μέρα, κάθε ένα μικρό κομματάκι από το είναι σου παραδίνει τη θέση του σε ένα νέο. Και αυτό ξέρεις, δεν είναι πάντοτε καλό. Ξυπνάς ένα πρωί, τραβιέσαι ως τον καθρέφτη σέρνοντας, κοιτάζεις σχεδόν αδιάφορα και μονολογείς: ποιος είπαμε ότι είσαι?

Κανείς δεν είναι τέλειος. Κι αν είναι, πες του να το κρύβει καλά.

Πίστευες ποτέ πως θα μπορούσαν όλοι αυτοί να σε αγγίξουν? Να σε διαμορφώσουν? Να κουνήσουν έστω ΕΝΑ πέταλο από τα φύλλα της ψυχής σου χωρίς να κλονιστεί το άλλο μισό μου, που επιμελώς έκρυψες εκεί μέσα?

Γελάστηκες. Και τα «γέλια» σου ακόμα αντηχούν στην ψυχή μου.

Ποτέ δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να κάνουμε όσα θέλουμε. Και ποτέ δεν θα υπάρχει. Κι όσο τα χρόνια περνάνε, τόσο περισσότερο λαθραία θα ζούμε αυτή τη ζωή. Με ταξιδάκια αναψυχής ανάμεσα στο σήμερα και στο τώρα.

Γιατί το χθες δεν δείχνει να έχει καμιά αξία πια.

Και το αύριο ίσως ποτέ να μην έρθει…

Θραύσματα του έρωτα

Τώρα δεν κοιταζόμαστε καν στα μάτια, όπως τότε. Περνάς δίπλα μου, στα όνειρα, και σε αγνοώ.

Τώρα δεν χαμογελάμε με νόημα ο ένας στον άλλο, όπως παλιά. Τα βλέμματα χάνονται στην αοριστία του φευγαλέου.

Τώρα τίποτα δεν θυμίζει αυτό που ξεκίνησε για να τελειώσει άδοξα.

Ήρθε το αύριο κι εμείς απλά δεν είμαστε έτοιμοι.

Σαν τίποτα από όσα σου είπα να μην κατάλαβες, δέχτηκα τα πάντα από σένα.

Τα θέλω σου.

Τα πρέπει σου.

Τα όχι σου.

Εσένα.

Και συ? Έκανες το παιχνίδι σου ΤΟΣΟ καιρό και απλά έφυγες.

Μια επίμονη μηχανή περνάει έξω από το δρόμο κάθε βράδυ και μου θυμίζει ένα καλοκαίρι που δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό. Ο ίδιος ήχος. Κι ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα και είναι σαν να μην κοιμόμουν μέχρι τότε. Σαν να περίμενα όλο το βράδυ -άλλο ένα βράδυ, άλλο ένα καλοκαίρι- ξάγρυπνος, μισοκοιμισμένος, ίσα ίσα για να ακούσω τον ήχο αυτό κι έπειτα να παραδοθώ ευτυχισμένος στη γαλήνη της νύχτας, με τις γάτες της γειτονιάς να σουλατσάρουν στα χαμηλά πεζούλια μέσα στο μισοσκόταδο και τη σελήνη να γυρνάει ανέμελη από την άλλη πλευρά του κρεβατιού μου για να ψιθυρίσει έναν ακόμα ερωτικό σκοπό.

Άλλη μια νύχτα που έχει το μικρό σου όνομα.

Άλλη μια βραδιά που το ζεστό αεράκι θα φέρει τ’ άρωμά σου στο δωμάτιό μου.

Καλοκαίρι!

Έχεις περπατήσει τόσο πολύ με τα πόδια γυμνά στην καυτή άμμο που δεν βλέπεις την ώρα να βρεις μια σκιά. Νόμιζες πως θα είναι πάντοτε έτσι, έτσι δεν είναι? Κι όμως! Ήρθε η ζωή και σε διέψευσε. Έδιωξε την καυτή άμμο για να μην έχεις καμιά δικαιολογία, σου βρήκε μια παραπλανητική σκιαγκαλιά για να μην έχεις τίποτα να προφασίζεσαι.

Τώρα δεν έχεις καμία πίεση. Κανένα άλλοθι. Κι όμως είσαι ΤΟΣΟ μακριά!

Οι ζωές δυο ανθρώπων, σε κάποια αόριστη φάση μέσα στο χωροχρόνο, πλησιάζουν, αγγίζονται με τα ακροδάχτυλα της εμπειρίας, πυρώνονται και λιώνουν. Κι έπειτα, πριν το κράμα των κορμιών τους κρυώσει κι ενωθεί για πάντα, χωρίζουν με μια απότομη κίνηση και, γυρνώντας την πλάτη στο φως, μετράνε τα θραύσματα του έρωτα.

Θυμάσαι άραγε? Νιώθεις? Ελπίζεις?

Δύσκολο πράγμα η επιστροφή στην αθωωότητα. Ακόμα πιο δύσκολο η συγνώμη. Θέλει καθαρό μυαλό.

Όμως δεν φτάνει. Θέλει και αγνή ψυχή.

Κι εσύ δεν ξέρω εάν έχεις καν ακόμα, κάποια από τις επτά σου.

Αποσύνθεση σε ένα κόσμο γεμάτο καρδιές-λάφυρα

Πόσες φορές το έχεις νιώσει αυτό? Να θέλεις ΤΟΣΟ πολύ να πεις κάτι και να μην μπορείς. Να ανοίγεις το στόμα σου και να μην έχεις μιλιά. Να ανακατώνεις συνεχώς τη σκέψη σου και να βρίσκεις μόνο ερωτοσυντρίμμια και πεταμένες εικόνες. Να αγαπάς και να μην το νιώθεις αγάπη.

Υπήρχε πιστεύεις έστω και μία πιθανότητα σε αυτή τη ζωή να ξυπνήσεις και να ακούσεις ένα «Σ’ ΑΓΑΠΩ!» που ποτέ δεν ειπώθηκε?

Πόσο δίκιο έχουν κάποιοι άνθρωποι τελικά! Αυτοί που μας συμβουλεύουν πριν για να μην έρθει το μετά. Ένα μετά που τελικά έρχεται κι εμείς, πάντοτε καρφωμένοι εκεί, καθόμαστε και το κοιτάζουμε να περνάει από μπροστά μας, να περιδιαβαίνει, να ορθώνεται, να εγκαθίσταται και να μην μπορούμε να το αντιπαλέψουμε, λίγα μόλις δευτερόλεπτα μετά.

Χωρούν συναισθήματα σε μια άδεια τσάντα? Χωρά αγάπη σε δυο άδειες καρδιές? Χωρούν φιλιά σε μια γκρίζα νύχτα?

Ένα απόγευμα ήρθες και με βρήκες μόνη σου. Ήσουν όμορφη, μα φάνταζες παράξενη. Δεν ήσουν εσύ. Ήταν ένα καλοφτιαγμένο ολόγραμμά σου. Κάτι στα μάτια σου, κάτι στην ψυχή σου. Κι εγώ εκεί. Να σε παρακολουθώ να ανοιγοκλείνεις το στόμα σου και να μην προσλαμβάνω κανένα ήχο. Γιατί ήρθες? Αφού ξέρεις πως θα ξαναφύγεις.

Κι είναι κι αυτός ο χρόνος ένας σπιούνος! Περνάει. Και φεύγει. Κι εξαφανίζεται. Και τι σου μένει στο τέλος? Τίποτα!

Γιατί ήρθες? Τάχα να θες τον εαυτό σου να ξεγελάσεις? Ή μήπως τυχαία πιάστηκε κάποιο από τα αγκίστρια σου στην καρδιά μου? Μη φοβάσαι. Τραβήξου. Φύγε. Κι ας μου την ξεσκίσεις.

Αγκαλιά

Μαλώνουν τάχα οι άνθρωποι για ένα τραγούδι? Κι όμως μαλώνουν! Γιατί? -Χα! Τι γιατί? Γιατί υπάρχουν ακόμα και σήμερα στίχοι -λόγια απλά, γραμμένα κάπως όμορφα, για να κάνουν ρίμα- που κινητοποιούν τους ανθρώπους μονομιάς. Τους πριζώνουν. Τους τρελαίνουν. Και τους κάνουν έρμαια των παθών τους.

Κι εσύ, παρατημένος κάπου εκεί, στο χάος του μυαλού σου, χάνεσαι. Στη μέση του πουθενά και στην αρχή του τίποτα, περιμένοντας το αύριο να ξημερώσει κάτι νέο. Κάτι άλλο. Μα… όποιον φιλόσοφο ή θεολόγο κι αν ρωτήσεις θα σου πει το ίδιο πράγμα. Ο άνθρωπος ξεκίνησε από ψηλά κι «εξέπεσε» στη γήινη υπόστασή του, αυτή των παθών. Είναι όμως έτσι άραγε? Ή κάποιος κάνει πλάκα με την υπομονή μας?

Σκέψου μόνο ωραίες εικόνες!

Μια όμορφη, νεαρή κοπέλα ταξιδεύει με το τρένο και καθισμένη στο παράθυρο, ρίχνει κλεφτές ματιές πότε στο ρομαντικού περιεχομένου βιβλίο που κρατάει στα χέρια της και πότε στα καταπράσινα λιβάδια που εναλλάσσονται με ταχύτητα μπροστά στο εφηβικά αθώο βλέμμα της.

Εσύ. Και η κόρη σου.

Ένα πιτσιρίκι τεσσάρων χρονών τρέχει χαρούμενο στο παρτέρι δίπλα στην πισίνα. Το γάργαρο γέλιο του χρωματίζει το τοπίο. Ξαφνικά σταματά και το φλογισμένο, τρελιάρικο βλέμμα του καρφώνεται στο γρασίδι. Χαμηλώνει τη μέση, λυγίζει τα μικρά του γόνατα και απλώνει το χέρι προς το γρασίδι. Μέσα από τα ψηλά χόρτα, ανασύρει από τον αυχένα ένα κάτασπρο, φρεσκοπλυμμένο θαρρείς, μαλτεζάκι που οι μπούκλες που πέφτουν στο μουσούδι του δεν το αφήνουν καν να δει ποιος το «συνέλαβε». Ένα διαπεραστικό γέλιο τραντάζει δυναμικά την ατμόσφαιρα. Αφήνει το ζωάκι απαλά πίσω και συνεχίζει να τρέχει προς το πουθενά χαμογελώντας.

Εσύ. Και ο γιος σου.

Κυριακή πρωί. Μπήκε για τα καλά η άνοιξη. Μέρες ξεγνοιασιάς.Τα δύσκολα είναι πίσω, φύγαν! Τώρα υπάρχουν μόνο χαρές. Από το βάθος ακούγεται μουσική. «Is there any way that I can stay in your arms…?». Καμιά φορά χαίρεσαι που ποτέ δεν έμαθες πώς λειτουργεί ο χρονοδιακόπτης στο ραδιόφωνο της κουζίνας. Ο ήλιος κρυφοκοιτάζει τα σεντόνια. Κι εγώ κρυφοκοιτάζω εσένα. Χαϊδεύω τα μακριά μαλλιά σου σαν ποτέ να μην το είχα ξανακάνει. Παίζω με τα σημεία του προσώπου σου. Βάζω το πηγούνι μου στο λακάκι του λαιμού σου. Αγγίζω τους ώμους σου σαν να θέλω να σου μεταδώσω αυτό που κρύβω στην ψυχή μου. Χαμογελάς! Μα καλά, είσαι απίστευτη, κι αυτό το διάβασες μέσα από το μυαλό μου? Ξαναχώνεις τη μυτούλα σου εκεί που δεν πρέπει. Πες μου λοιπόν ειλικρινά. Σκέφτηκες ποτέ σου τόση ευτυχία? Πές μου.

Σε φιλώ κι έχεις κλειστά τα μάτια. Δεν θέλω να τελειώσει ποτέ αυτή η στιγμή. Τ’ ακούς? Μην ανοίξεις ποτέ τα μάτια σου.

Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ…