Archive | Αύγουστος 2012

Χιλιάδες ψέμματα

Μια γυναίκα μπορεί να πει χιλιάδες ψέμματα. Είναι γνωστό αυτό. Το ψέμμα για τη γυναίκα είναι δεύτερη φύση. Γυναίκα που δεν ψεύδεται, δεν τά’ χει καλά με τον εαυτό της. Και γυναίκα που λέει ότι δεν ψεύδεται, απλά ψεύδεται…

Τέτοιες ώρες το μόνο που χρειάζεται είναι σύνεση. Ψυχραιμία και σύνεση. Σαν κουβεντομπυρίτσα με το φιλαράκι στο μικρό λιμάνι. Σαν τρελιάρικο χαμόγελο από το σπόρο που ήρθε να αγοράσει κουλούρι στο φούρνο. Σαν ματιές σε ένα ξεχασμένο απέναντι μπαλκόνι, που το καίει τα μεσημέρια ο ήλιος. Έκατσες ποτέ να το δεις?

Την αγάπη δεν μπορείς να την εξορίσεις. Ποτέ! Μπορεί να την κρύψεις καλά μέσα σου κάποιες φορές. Μπορεί να της φορέσεις στολίδια ή βρισιές, να την πνίξεις ή να την ξεγελάσεις. Αλλά δεν μπορείς ποτέ να την εξορίσεις στο τίποτα. Γιατί η αγάπη είναι εκεί. Γιατί η αγάπη είναι πάντοτε ΚΑΤΙ.

Όσο μεγαλώνουμε η καρδιά μας παγώνει. Κι είναι εκείνες οι παλιές ημέρες που θυμάσαι και δεν κοιμάσαι. Τη μέρα που γεννήθηκες, τα άστρα αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ένα όνειρό τους. Και κέντησαν με φεγγαρόσκονη τα μαλλιά σου. Κι έχασε η σελήνη τη λάμψη της για να φεγγοβολάς εσύ!

Αν ήξερα τι θα μου συμβεί αύριο το πρωί, υποθέτω πως δεν θα κοιμόμουν απόψε. Η ελπίδα οδηγεί τον κόσμο με ψέμματα. Και είναι τυφλή…

Ένα γέλιο στη νύχτα των δακρύων

Είναι κάποια δειλινά στη ζωή σου που δεν θα τα άλλαζες με τίποτα. Με τίποτα όμως! Ο ήλιος να κατεβαίνει κόκκινος, σαν πύρινος δακτύλιος, προς τον ορίζοντα κι εσύ να προσπαθείς να μην κοιτάς άλλο την τόση ευτυχία, να πνίγεσαι στη λάμψη και να ζητάς να κρατήσεις μία μόνο εικόνα σε pixels στα μάτια σου, σάμπως να μπορείς να την ανακαλείς όποτε θέλεις και να κάνεις λίγο πιο ευτυχισμένη κάθε σου στιγμή από εδώ και στο εξής.

Σιωπή. Αμνησία. Ένα γέλιο στη νύχτα των δακρύων…

Τίποτα δε συγκρίνεται με το ποτό που πίνεις στην υγειά ενός φίλου που σε ξέχασε. Σηκώνεις το ποτήρι, κοιτάς το μισό του άδειο, κοιτάς και τη μισή σου ζωή άδεια και έτσι όπως θέλεις να περάσει κι αυτό το βράδυ, γρήγορα γρήγορα, το κατεβάζεις να κάψει σαν παλιά, πικρή κουβέντα λίγο ακόμα τον ουρανίσκο σου. Εις υγείαν!

Θα είσαι πάντα εκεί…

Αυτό έλεγες ή κάνω λάθος?

Πέρασαν μέρες. Μέρες πιο γρήγορες κι από τη λάμψη των ματιών σου, κάθε που γύριζες να με κοιτάξεις μ’ εκείνο το βλέμμα, το ΤΟΣΟ παραδομένο στην αγάπη της στιγμής, το ΤΟΣΟ προδομένο στη μανία της βροχής.

Πέρασαν νύχτες. Νύχτες που δεν κοιμόμουν, μόνο έβλεπα το ταβάνι μες στο σκοτάδι και τη σιωπή κι έκανα όνειρα για το σήμερα… που τότε ήταν αύριο… κι όταν τελειώσεις με αυτό εδώ το κείμενο θα έχει γίνει για ακόμα μια φορά χθες.

Πέρασαν άδεια απογεύματα Κυριακής. Τόσο καιρό -το πιστεύεις, δεν το πιστεύεις?- σχεδίαζα μια Κυριακή που ποτέ δεν ήρθε. Έφευγα να τη φτιάξω, έφευγα να τη σχεδιάσω, έφευγα. Και τελικά, ένα απόγευμα Κυριακής σαν όλα τα άλλα, δεν έφευγα, έφυγα.

Πέρασαν  καλοκαίρια γεμάτα ήλιο. Ο ήλιος είναι φίλος, θυμάσαι? Φίλος μου και φίλος σου. Κι όπου κι αν ήμουν μού έλεγε τα μικρά σου μυστικά. Έριχνε τις αχτίδες του στα σκεπασμένα μου βλέφαρα, με ξεμονάχιαζε για μια στιγμή και περνούσε με τις ακτίνες του την αύρα σου μέσα μου. Θυμάσαι?

Πέρασε ΚΑΙΡΟΣ.

Ντρέπονται μεταξύ τους οι «παλιόφιλοι»? Σκέψου, ντρέπονται? Τι κι αν πέρασε καιρός? Τά’ παμε, δεν τά’ παμε?